- εκχριστιανίζω
- προσηλυτίζω στον χριστιανισμό άλλων θρησκευμάτων άτομα ή λαούς, προσελκύω στον χριστιανισμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκχριστιανίζω — εκχριστιάνισα, εκχριστιανίστηκα, εκχριστιανισμένος, μτβ., προσηλυτίζω στο χριστιανισμό, άτομα ξένων θρησκευμάτων τα κάνω χριστιανούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)